- κατάπλους
- ο (Α κατάπλους, και -οος) [καταπλέω]1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα τού ποταμούαρχ.η επιστροφή διά θαλάσσης, ο πλους τής επιστροφής («ὁ οἴκαδε κατάπλους», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.